- σανμπενίτο
- το, ΝΜάκλ. τρίχινος σάκος που κρατούσαν οι καταδικασμένοι σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. sambenito < San Benito, ιδρυτή τού μοναχισμού στη Δυτ. Ευρώπη. Ο σάκος αυτός ονομάστηκε έτσι λόγω τής ομοιότητάς του με τον μανδύα που φορούσε ο άγιος Βενέδικτος].
Dictionary of Greek. 2013.